- γενναιόδωρος
- -η, -οαυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενναιόδωρος — η, ο επίρρ. α ο ανοιχτοχέρης, ο γαλαντόμος: Υπήρξε γενναιόδωρος προς τους οφειλέτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Aorist — Der Aorist (griechisch ἀόριστος aoristos „die unbestimmte [Zeit]“[1]) ist in einigen indogermanischen Sprachen ein Tempus der Vergangenheit. Im Gegensatz zu anderen Vergangenheitstempora wie beispielsweise dem Imperfekt oder dem Perfekt… … Deutsch Wikipedia
Aoristischer Aspekt — Der Aorist (griechisch ἀόριστος aoristos „die unbestimmte [Zeit]“[1]) ist in einigen indogermanischen Sprachen ein Tempus der Vergangenheit, das den perfektiven oder aoristischen Verbalaspekt beinhaltet. Anders als Zeitformen beziehen sich… … Deutsch Wikipedia
γαλάντης — και γαλάντες και γκαλάντης, ο 1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά 2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος 3. αγαπητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)] … Dictionary of Greek
γαλαντόμος — α, ικο 1. περιποιητικός, προσηνής 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) galantomo «γενναιόδωρος, γενναιόφρονος» (πρβλ. γαλλ. galant homme, ιταλ. galantuomo)] … Dictionary of Greek
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek
αγαθόδωρος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε και μαρτύρησε τον 3o αι. Καταγόταν από την Πέργαμο της Μ. Ασίας. Συνεορτάζει με τον επίσκοπο Περγάμου Κάρπο και τον διάκονο Παπύλο στις 13 Οκτωβρίου. Θανατώθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος μαζί… … Dictionary of Greek
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek
απλοχέρης — α, ικο κ. απλόχερος, η, ο 1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος 2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος 3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης … Dictionary of Greek
ασίκης — ισσα, ικο 1. ο αγαπητικός, ο εραστής 2. νέος με ωραία εμφάνιση, ο εύσωμος, ο λεβέντης 3. ο γενναίος 4. ο κομψός 5. ο γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. așik «εραστής»] … Dictionary of Greek